Δικαιαρχίας

Δικαιαρχίας
Δικαιαρχίᾱς , Δικαιαρχίη
fem acc pl
Δικαιαρχίᾱς , Δικαιαρχίη
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κύμη — I Ονομασία τριών αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Εύβοιας, στην περιοχή της σημερινής Καρυστίας. Άκμασε κατά την αρχαϊκή περίοδο, αλλά έχασε την αυτονομία της μετά την ήττα της στον πόλεμο με τους Χαλκιδείς. Υπήρξε, κατά την επικρατέστερη εκδοχή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”